- ασημοφέρνω
- παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek